Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άλλαχτος — η, ο αυτός που δεν άλλαξε ρούχα: Ήταν ένα μήνα άλλαχτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλαχτό — το και αλλαχτός, ή, ό βλ. αλλακτός … Dictionary of Greek